- καθυπόσχομαι
- καθυπόσχομαι (Μ)(επιτατ. τού υπόσχομαι) διαβεβαιώνω, υπόσχομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ὑπό-σχομαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καθυπόσχεσις — καθυπόσχεσις, ἡ (Μ) (επιτατ. τού υπόσχεσις) διαβεβαίωση, υπόσχεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθυπισχνούμαι ή καθυπόσχομαι] … Dictionary of Greek